- πρόκλητος
- πρόκλητοςcalled forthmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόκλητος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πρόθυμος πρὸ τοῡ κληθῆναι» αυτός που δεν περιμένει να τόν προκαλέσουν για να πράξει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. α μετά κλητος] … Dictionary of Greek
νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… … Dictionary of Greek
οστεομαλακία — (Ιατρ.). Πλημμελής ασβεστοποίηση των οστών, εξαιτίας ελαττωματικής εναπόθεσης αλάτων ασβέστιου στην οστεοειδή ουσία, που οφείλεται σε ανεπαρκή περιεκτικότητα των οργανικών υγρών σε φωσφόρο και ασβέστιο. Η ο. μπορεί να είναι δευτεροπαθής από… … Dictionary of Greek
προκλησία — ἡ, Α [πρόκλητος] πιθ. προθεσμία … Dictionary of Greek
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek